συγγραφέας 
 
Ελένη Σαραντίτη- Συγγραφέας/Κριτικός 

 Ελένη Σαραντίτη- Συγγραφέας/Κριτικός- Diastixo.gr (emagazine), 2012
“Το αρχοντόπουλο που έγινε πύργος” (εικονογράφηση: Βάσω Ψαράκη)

«Το αρχοντόπουλο που έγινε Πύργος είναι ένα καινούργιο παραμύθι. Δεν είναι διασκευή. Είναι ένα λαϊκότροπο μοντέρνο παραμύθι. Το έγραψα για μια εκδήλωση που μου ζήτησε να κάνω ο δήμαρχος της Αρεόπολης στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων του Δήμου.

Έχω χρησιμοποιήσει μοτίβα και στοιχεία του λαϊκού παραμυθιού όπως οι σαράντα μέρες, οι μοίρες, τα ξωτικά, τα πουλιά που μιλάνε με ανθρώπινη φωνή, για να μιλήσω για την αγάπη που ξεπετρώνει την καρδιά και νικάει το κακό, και έχω παραβεί τον νόμο του λαϊκού παραμυθιού για την ανωνυμία του τόπου που συμβαίνουν τα δρώμενα μιας και ονομάζω το τόπο οπού συμβαίνουν αυτά…» Έτσι απάντησε η Σοφία Μαντουβάλου στις απορίες μου. Διότι απορούσα: Πώς και δεν είχε τύχει να ακούσω ποτέ γι’ αυτό το ολοφάνερα λαϊκό και αξιοθαύμαστα παλιό-φαινομενικώς- παραμύθι που μου θύμιζε πράγματα και θαύματα αλλά και που στιγμιαίως αυτά ομαδικώς επέστρεφαν στις πηγές τους. Τελικώς κατέληξα ότι πρέπει να ήταν έργο της ακάματης, και πάντα ακμαίας στη τέχνη της, Σοφίας. Όπως και το επιβεβαίωσε.

Ένα καινούργιο παραμύθι, έχουμε εδώ τώρα, που όπως όλα τα παραμύθια που αφορούν τον ανθρώπινο αγώνα, μοιάζει να οδηγήθηκε ως εμάς ξεφεύγοντας από καιρούς άχρονους, φορτωμένο με εικόνες εύθρυπτες και συγχρόνως επίμονες, ακούσματα εξαίσια, πλάσματα συναρπαστικά, ή αποτρόπαια, αγάπες ουράνιες ή σκέψεις σκοτεινές, κυνηγητό του ονείρου, αφηφησιά της μοίρας, απαίτηση για απόδοση δικαιοσύνης. Που τελικώς αποδίδεται… Αφήστε δε τον τίτλο του που ακούγεται σουρεαλιστικός- αλλά δεν είναι. Διότι ναι, στο παραμύθι της Σοφίας, πράγματι το αρχοντόπουλο έγινε πύργος. Και πού έγινε; Πού αλλού; Στον τόπο των πυργόσπιτων. Στη Μάνη.

«Όλο ψέματα κι αλήθεια λεν’ τα παραμύθια» έλεγε η γιαγιά μου. Και η συγγραφέας τονίζει ότι «Τα παραμύθια είναι αλήθεια και η αλήθεια παραμύθια». Σάμπως να είναι αντανάκλαση της ζωής όλα όσα συμβαίνουν στα παραμύθια θα πρόσθετα.

«Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό, μέσα σ’ ένα πυργόσπιτο στη Μάνη γεννήθηκε μια αρχοντοκόρη πολύ όμορφη…» αρχίζει το παραμύθι. Μα πολύ όμορφη! Βρέφος ακόμη ήταν κι ο κόσμος αναδεύτηκε. Και θαύμασε. Και όχι μόνο ο γνωστός και συγγενικός κόσμος, όχι μόνο από τα γύρω χωριά, αλλά και από τα πέρατα έρχονταν να το δουν, να το καμαρώσουν. Σαν σε προσκύνημα. Στις σαράντα μέρες πάνω κατέφθασαν, όπως ήταν αναμενόμενο, οι τρεις νεράιδες,      οι τρεις Μοίρες δηλαδή, που καθορίζουν το μέλλον του κάθε ανθρώπου. Αυτές θα ήταν και οι νονές της αρχοντοκόρης. Την βάφτισαν Ηλιόχαρη γιατί έλαμπε σαν τον ήλιο. Παντού. Τα μαλλιά της έλαμπαν, ακτινοβολούσε το προσωπάκι της, έθαλπε η καρδιά της. Οι δυο πρώτες την προίκισαν με ομορφιά αστείρευτη και με καρδιά αγαπησιάρα∙ η Τρίτη τής ευχήθηκε ευτυχία κοντά σ’ ένα ζηλευτό παλικάρι. Όλα καλά λοιπόν… Μα τότε γιατί κρύφτηκε ο ήλιος, ο πετεινός λάλησε σαν τρελός, οι γάιδαροι γκάριξαν φριχτά και τα μαύρα πουλιά έκραξαν γοερά; Μια παγωνιά τους καθήλωσε όλους, ακόμη και τις Μοίρες, με την εμφάνιση της φοβερής και τρομερής ξωτικιάς που έφθασε όλο φούρια, γεμάτη μίσος και φθόνο για το αθώο βρέφος: η άσχημη, δυστυχισμένη κόρη της, τής είχε θολώσει το μυαλό. Θα εκδικιόταν.
Αγριεμένη άρπαξε το μωρό στα χέρια της, και παρά τις αντιδράσεις και τις διαμαρτυρίες, «Όποιο παλικάρι σ’ αγαπήσει να πετρώσει» το καταράστηκε, και «Το αρχοντόπουλο πυργόπουλο να γίνει» βρυχήθηκε και χάθηκε ενώ όλοι έμειναν άλαλοι από τη θλίψη. Μα η καρδιά της μάνας την έψαχνε, τη γύρευε μέρες για να την ικετέψει να πάρει πίσω την κατάρα∙ και σαν την αντάμωσε έπεσε στα γόνατα με δώρα και καλοπιάσματα. Και η ξωτικιά: «Τα μάγια θα λυθούν μόνο σαν γκρεμιστεί ο πύργος από πόνο και ξαναχτιστεί με αγάπη. Μόνο τότε το πυργόπουλο θα γίνει πάλι βασιλόπουλο» είπε κάπως καλμαρισμένη… Με τα χρόνια και την καλή ζωή και την περίσσια αγάπη η Ηλιόχαρη έγινε πεντάμορφη και ευγενική. Εικοσάρα θα ήταν πια όταν παραπονέθηκε στον καθρέφτη της ότι δεν την πλησίαζε κανένας νέος και τότε –αλίμονο- έμαθε το μυστικό της κατάρας. Κι ως τ’ άκουσε απομονώθηκε κι έβγαινε μόνο τις νύχτες για να μιλήσει με το φεγγάρι και τ’ άστρα, να κανακέψει τα σύννεφα. Ένα τέτοιο βράδυ την συνάντησε το αρχοντόπουλο από τα ξένα∙ την αναζητούσε σαράντα ολόκληρες μέρες ξεσηκωμένο από την φήμη της ομορφιάς της. Σαράντα μέρες στους δρόμους κουράστηκε, και σαν ήρθε η νύχτα έγειρε κάτω από μια ελιά κι αποκοιμήθηκε ενώ η Ηλιόχαρη τριγυρνούσε εκεί κοντά… Με το που τον είδε τον αγάπησε. Αλλά «Αν μ’ αγαπήσει θα πετρώσει και θα γίνει πύργος», σκέφθηκε, και τρομαγμένη, και με καρδιά σπασμένη, απομακρύνθηκε τρέχοντας. Και ίσα που πρόλαβε να δει την άκρη του φουστανιού της ο νέος. Αναζήτηση. Και αγωνία. Απογοήτευση κι ελπίδα. Κι όταν –επιτέλους- τη βρήκε, «Μη μ’ αγαπήσεις, σε παρακαλώ» εκλιπάρησε η κοπέλα, μα εκείνος είχε ήδη γίνει πύργος. Ένας ψηλός πολεμόπυργος!
Δοκιμασίες. Πόνος και δάκρυα. Χρόνος και λαχτάρα. Καρδιοχτύπι. Και επιμονή. Αναγκαία όλα αυτά για την απόκτηση του ονείρου. Μα ο λαός θέλει να λέει πως «Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω»!!! Έτσι, όπως έγινε στο ωραίο και ευφάνταστο παραμύθι της Σοφίας Μαντουβάλου. Έτσι όπως γίνεται σε όλα τα παραμύθια. Κάποτε και στη ζωή… Και ας μην παραλείψει ο αναγνώστης να σταθεί ιδιαιτέρως στις ζωγραφιές της Βάσως Ψαράκη. Εξαίρετες!!! Δυνατές και εύθραυστες, απολύτως ταιριαστές στο παραμύθι, αιθέριες και πυκνές- ατμοσφαιρικές. Υποτονθορύζουν την πίκρα αλλά και το βάλσαμο της ερωτικής ιστορίας.